Home > Term: αγγειοσυστολή
αγγειοσυστολή
Συστολή ή συρρίκνωση των αιμοφόρων αγγείων, έτσι ώστε να προκύπτει μείωση της ροής. Βλέπε η αγγειοδιαστολή.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Anthropology
- Category: Physical anthropology
- Company: Palomar College
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback