Home > Term: teratogen
teratogen
Παράγοντας ότι, όταν χορηγείται prenatally (με την μητέρα), προκαλεί μόνιμα διαρθρωτικά δυσμορφίες ή τυχόν ελαττώματα στην στους απογόνους.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback