Home >  Term: συστημική
συστημική

1. Relating στον οργανισμό ως σύνολο.

2. Occurring σε μια τοποθεσία στο Σώμα του μακριά από το σημείο επαφής με μια ουσία.

0 0

Kūrėjas

  • Golgotha
  •  (V.I.P) 30507 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.