Home >  Term: συνεργιστικό στο τοξικολογία
συνεργιστικό στο τοξικολογία

Ουσία που συμβάλλει περισσότερο από additively σε αμοιβαία αποτέλεσμα με μια άλλη ουσία.

0 0

Kūrėjas

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.