Home > Term: υπεργολάβο
υπεργολάβο
Εργολήπτης που συνάπτει μία σύμβαση με ένα κύριο ανάδοχο.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback