Home > Term: αιθάλη
αιθάλη
Μια μαύρη ουσία, αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα από τον καπνό του ξύλου ή του κάρβουνου, esp. αυτό που εμμένει στο εσωτερικό της καμινάδας, που περιέχει επίσης πτητικά προϊόντα συμπυκνώνεται από την καύση του ξύλου ή του κάρβουνου, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αλάτων της αμμωνίας.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Mining
- Category: General mining; Mineral mining
- Government Agency: USBM
0
Kūrėjas
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)