Home > Term: ποσοστό (επιδημιολογία)
ποσοστό (επιδημιολογία)
Το μέτρο της συχνότητας με την οποία ένα συμβάν σε ένα καθορισμένο πληθυσμό σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Σημείωση 1: τα περισσότερα τέτοια ποσοστά είναι αναλογίες, υπολογίζεται διαιρώντας αριθμητή ένα, π.χ. του αριθμού των θανάτων, ή πρόσφατα που απαντάται κρουσμάτων μιας ασθένειας σε μια δεδομένη περίοδο, από ένα παρονομαστή, π.χ. , ο μέσος όρος πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή.
Σημείωση 2: Ορισμένα ποσοστά είναι ποσοστά, δηλαδή ο αριθμητής περιέχεται μέσα στον παρονομαστή (ως πότε ένας αριθμός ασθενών με συγκεκριμένη ασθένεια διαιρείται δια του συνολικού πληθυσμού από τον οποίο προέρχονται).
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)