Home > Term: συντήρηση perfective
συντήρηση perfective
Τροποποίηση ενός προϊόντος λογισμικού μετά την παράδοση για τη βελτίωση των επιδόσεων ή δυνατότητα συντήρησης.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback