Home > Term: δυσφορία
δυσφορία
Ένα γενικό αίσθημα δυσφορία, ασθένειας ή έλλειψη ευημερία. Δυσφορία μπορεί να παρουσιαστεί ως μέρος αντίδρασης υπερευαισθησίας ορισμένων ναρκωτικών αντιρετροϊκής (ARV).
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Health care
- Category: AIDS prevention & treatment
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback