Home > Term: lux (lx)
lux (lx)
Μια μονάδα του illuminance ή του φωτός που υπάγονται σε μια επιφάνεια. Μία lux ισούται με ένα Lumen ανά τετραγωνικό μέτρο.. Δέκα lux ισούται περίπου με ένα footcandle. (See FOOTCANDLE)
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Lights & lighting
- Category: Lighting products
- Company: GE
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback