Home > Term: διακοπή
διακοπή
Ένα ασύγχρονο γεγονός που αναστέλλει την τρέχουσα προγραμματισμένη διεργασία και εκτρέπει προσωρινά τη ροή ελέγχου μέσα από μια ρουτίνα χειριστή διακοπής. Διακοπή μπορεί να προκληθεί τόσο από το υλικό (I/O, χρονόμετρο, έλεγχος μηχανής) όσο και από λογισμικό (επιβλέπων, κλήση συστήματος ή εντολή παγίδα).
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Software; Computer
- Category: Operating systems
- Company: Apple
0
Kūrėjas
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)