Home > Term: ανάφλεξη, αυτόματη
ανάφλεξη, αυτόματη
Ένα μέσο που να προβλέπει αυτόματη φωτισμού του φυσικού αερίου κατά τον καυστήρα όταν η βαλβίδα αερίου που τον έλεγχο ροής είναι ενεργοποιημένη και θα επηρεάσει relighting αν έσβησε το σβήσιμο της φλόγας του καυστήρα με μέσο εκτός από το κλείσιμο της βαλβίδας καυστήρα αερίου.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Kūrėjas
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)