Home > Term: γλωσσάρι
γλωσσάρι
1. μία λίστα όρων σε ένα ειδικό θέμα, πεδίο ή περιοχή χρήσης, με συνοδευτικούς ορισμούς. 2. μία τέτοια λίστα βρίσκεται στο τέλος ενός βιβλίου, επεξηγώντας ή ορίζοντας δύσκολες ή ασυνήθιστες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Mobile communications
- Category: Mobile phones
- Company: Nokia
0
Kūrėjas
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)