Home > Term: κολόνες
κολόνες
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει φρούτων που έχει ένα πηγάδι που η σάρκα δεν προσκολλώνται, όπως και σε μια ροδακίνων κολόνες. Βλέπε επίσης clingstone.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
Kūrėjas
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)