Home > Term: ενδοκάρδιο
ενδοκάρδιο
Το εσωτερικό τμήμα του ιστού της καρδιάς για την διαστρωμάτωση των τοιχωμάτων της καρδιάς
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Medical devices
- Category: Cardiac supplies
- Company: Boston Scientific
0
Kūrėjas
- KATRAT
- 100% positive feedback