Home > Term: διπλωπία
διπλωπία
1) Ένα οπτικό σύμπτωμα στο οποίο ένα αντικείμενο γίνεται αντιληπτό από ο οπτικός φλοιός ως δύο αντικείμενα αντί για μία.
2) Η συνθήκη στην οποία ένα μεμονωμένο αντικείμενο εμφανίζεται ως δύο αντικείμενα.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)