Home > Term: dike
dike
Χαμηλή τοίχο που μπορεί να λειτουργήσει ως φραγμός για να αποτρέψετε την εξάπλωση ενός διαρροή.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Environment
- Category: Environment statistics
- Company: United Nations
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback