Home > Term: Κατακλυσμός
Κατακλυσμός
Ονομασία που δίνεται στην παράδοση, κοινή σε διάφορες φυλές, μιας πλημμύρας της εν λόγω καθολικότητας ώστε να σαρώνουν τη γη, αν όχι τη γη, of all τους κατοίκους, εκτός από το ζευγάρι, από τους οποίους ήταν repeopled τη γη της γης.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Language
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Kūrėjas
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)