Home > Term: αθροιστικό ποσοστό
αθροιστικό ποσοστό
Ποσοστό την αθροιστική επίπτωση για το σύνολο του πληθυσμού.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)