Home > Term: καμπανάκι
καμπανάκι
Ορθογώνια καμπάνα μέταλλο που χτύπησε με ένα τυμπανόξυλο? χρησιμοποιείται ευρέως στη μουσική της Λατινικής Αμερικής.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Music
- Category: General music
- Company: Sony Music Entertainment
0
Kūrėjas
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)