Home > Term: διάβρωση
διάβρωση
Η καταστροφή ενός μετάλλου από χημικά ή ηλεκτροχημικά αντίδραση με το περιβάλλον.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Kūrėjas
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)