Home > Term: χοριοειδής
χοριοειδής
Το λεπτό, εξαιρετικά αγγείων μεμβράνης που καλύπτει περισσότερα του οπίσθιου άκρου του οφθαλμού μεταξύ του ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΎΣ και ΣΚΛΗΡΟΕΙΔΟΎΣ.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Health care
- Category: Genetic disorders
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback