Home > Term: BREAKOUT
BREAKOUT
Ατυχήματος που προκαλείται από την αποτυχία των τοιχωμάτων του τη θαλπωρή της την υψικάμινο, που προκύπτουν σε υγρό σιδήρου ή σκωρίες (ή και τα δύο) που ρέουν ανεξέλεγκτη έξω από την υψικάμινο.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Metals
- Category: Steel
- Company: Michelle Applebaum Research
0
Kūrėjas
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)