Home >  Term: διάλειμμα
διάλειμμα

Μια διακοπή σε μια θεραπεία που απαιτεί εκ νέου προγραμματισμός μία ή περισσότερες περιόδους λειτουργίας επεξεργασίας.

0 0

Kūrėjas

© 2025 CSOFT International, Ltd.