Home > Term: λέβητας
λέβητας
Ένα κλειστό σκάφος στο οποίο ένα υγρό είναι ή/θερμαίνεται και εξατμίζεται. Συχνά ταξινομούνται ως προς το ατμό ή ζεστό νερό, χαμηλής πίεσης ή υψηλής πίεσης, ικανό να καίει ένα καύσιμα ή έναν αριθμό των καυσίμων.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Kūrėjas
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)