Home > Term: διαθεσιμότητα
διαθεσιμότητα
Την ικανότητα ενός προϊόντος να είναι σε κατάσταση να εκτελεί την καθορισμένη λειτουργία υπό όρους που αναφέρεται σε μια δεδομένη στιγμή.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Quality management
- Category: Six Sigma
- Organization: ASQ
0
Kūrėjas
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)