Home >  Term: μετριασθεί
μετριασθεί

Να μειώσει τη σοβαρότητα του (ασθένεια) ή λοιμογόνου δράσεως ή τη ζωτικότητά της (μια παθογόνος παράγοντας), (μια διαδικασία για τη μετρίαση των σοβαρών διαβήτη, εξασθενημένο bacilli).

0 0

Kūrėjas

  • Golgotha
  •  (V.I.P) 30507 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.