Home > Term: μετριασθεί
μετριασθεί
Να μειώσει τη σοβαρότητα του (ασθένεια) ή λοιμογόνου δράσεως ή τη ζωτικότητά της (μια παθογόνος παράγοντας), (μια διαδικασία για τη μετρίαση των σοβαρών διαβήτη, εξασθενημένο bacilli).
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Health care
- Category: Genetic disorders
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback