Home >                  	Term: αταξία  
αταξία
Ασταθή ή αντικανονικό τρόπο Περπάτημα ή κυκλοφορία, που προκαλούνται από την απώλεια ή την αποτυχία της μυϊκής συντονισμού.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
 			0   			 		
 Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback

