Home > Term: αντιορού·
αντιορού·
Ορός που περιέχει τα αντισώματα του ενός συγκεκριμένου αντιγόνου, είτε λόγω της ανοσοποίησης, είτε μετά από μία μεταδοτική ασθένεια.
Σημείωση: Συνήθως τα αντισώματα είναι πολυκλωνικό.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)