Home >  Term: antiresistant
antiresistant

Ουσία που χρησιμοποιείται ως πρόσθετη ύλη σε ένα φυτοφάρμακο, προκειμένου να μειωθεί η αντίσταση των εντόμων στο ζιζανιοκτόνο, π.χ., ένα antimetabolite που αναστέλλει μεταβολική αδρανοποίηση του φυτοφαρμάκου.

0 0

Kūrėjas

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.