Home > Term: αντίδοτο
αντίδοτο
Η ουσία ικανή να ειδικά εξάλειψη ή τη μείωση της τις επιπτώσεις των δυνητικά τοξική ουσία σε έναν οργανισμό από σχετικά ειδική χημική ή φαρμακολογική δράση.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback