Home > Term: ανθρωπογενείς
ανθρωπογενείς
1. Προκάλεσε από ή να επηρεαστούν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
2. Describing συντελεστή μετατροπής που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό μιας δόσης ή συγκέντρωσης που επηρεάζουν έναν άνθρωπο που έχουν προέλθει από δεδομένα που έχουν ληφθεί με ένα άλλο είδος, π.χ. ο επίμυς.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Golgotha
- 100% positive feedback