Home > Term: αναισθητικό
αναισθητικό
Ουσία η οποία προκαλεί απώλεια αίσθηση ή αίσθηση: γενική αναισθητικό παράγει απώλεια των αισθήσεων, τοπική ή περιφερειακή αναισθητικό αποδίδει μια συγκεκριμένη περιοχή χάνει τις αισθήσεις του πόνου.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback