Home > Term: adrenergic
adrenergic
Καθώς αδρεναλίνης (αδρεναλίνη) και (ή) που συνδέονται με ουσίες- με την συγκεκριμένη αναφορά στην συμπάθεια ίνες των νεύρων.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback