Home > Term: εθισμός
εθισμός
Παράδοση και αφοσίωση με την τακτική χρήση μιας ουσίας φάρμακα ή ευχάριστο για τους λόγους της αρωγής, άνεση, τόνωση ή exhilaration που αυτή επιφέρει, συχνά με διακαώς όταν απουσιάζει το ναρκωτικό.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- Khrysaor
- 100% positive feedback