Home > Term: κατά πλάκας
κατά πλάκας
Θωράκιση όργανο ή ιστό, ιδιαίτερα που οφείλονται σε υπερβολική αύξηση του ινώδη ιστών.
- Kalbos dalis: noun
- Pramonės šaka / sritis: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
Kūrėjas
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)