Home >  Term: δίγλωσσος
δίγλωσσος

Αυτός που χρησιμοποιεί για τις επικοινωνιακές του ανάγκες δύο γλώσσες.

0 0

Kūrėjas

  • MaryK
  • (Greece)

  •  (V.I.P) 16107 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.